σκάμβυκες

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάμβυκες Medium diacritics: σκάμβυκες Low diacritics: σκάμβυκες Capitals: ΣΚΑΜΒΥΚΕΣ
Transliteration A: skámbykes Transliteration B: skambykes Transliteration C: skamvykes Beta Code: ska/mbukes

English (LSJ)

σκόλοπες, χάρακες, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκόλοπες, χάρακες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το επίθ. σκαμβός με επίθημα -υξ, -υκος (πρβλ. κάλ-υξ)].