σύνοδος, ἀκόλουθος, Hsch.
[Seite 356] ῆρος, ὁ, ion. = ὀπαδητήρ, w. m. s.
ὀπηδητήρ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «σύνοδος, ἀκόλουθος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπηδῶ «ακολουθώ κάποιον, συντροφεύω» + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμωρη-τήρ)].