ὀπηδητήρ

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

σύνοδος, ἀκόλουθος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 356] ῆρος, ὁ, ion. = ὀπαδητήρ, w. m. s.

Greek Monolingual

ὀπηδητήρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σύνοδος, ἀκόλουθος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπηδῶ «ακολουθώ κάποιον, συντροφεύω» + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμωρη-τήρ)].