ὀπηδητήρ

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπηδητήρ Medium diacritics: ὀπηδητήρ Low diacritics: οπηδητήρ Capitals: ΟΠΗΔΗΤΗΡ
Transliteration A: opēdētḗr Transliteration B: opēdētēr Transliteration C: opiditir Beta Code: o)phdhth/r

English (LSJ)

σύνοδος, ἀκόλουθος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 356] ῆρος, ὁ, ion. = ὀπαδητήρ, w. m. s.

Greek Monolingual

ὀπηδητήρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σύνοδος, ἀκόλουθος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπηδῶ «ακολουθώ κάποιον, συντροφεύω» + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμωρητήρ)].