ῥιξικάζεται

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιξικάζεται Medium diacritics: ῥιξικάζεται Low diacritics: ριξικάζεται Capitals: ΡΙΞΙΚΑΖΕΤΑΙ
Transliteration A: rhixikázetai Transliteration B: rhixikazetai Transliteration C: riksikazetai Beta Code: r(icika/zetai

English (LSJ)

ῥικάζεται, στροβεῖται, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ῥικάζεται, στροβεῑται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει τη μορφή ενός εκφραστικού τ. αντί του ῥικάζεται (< ῥικ-νός), ενώ δεν αποκλείεται η περίπτωση να είναι εσφ.].