συγγραφοφύλαξ
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A keeper of bonds or contracts, PHib. 1.84 (a).14, al. (iv/iii B.C.), PCair.Zen.265.7 (iii B.C.), OGI120 (Naukratis, ii B.C.), etc.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
(στην Αίγυπτο) υπάλληλος αρμόδιος για τη φύλαξη συμβολαίων και άλλων εγγράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «έγγραφο, συμβόλαιο» / φύλαξ (πρβλ. σκευο-φύλαξ)].
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
(στην Αίγυπτο) υπάλληλος αρμόδιος για τη φύλαξη συμβολαίων και άλλων εγγράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «έγγραφο, συμβόλαιο» / φύλαξ (πρβλ. σκευο-φύλαξ)].