συγγραφοφύλαξ

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγρᾰφοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: συγγραφοφύλαξ Low diacritics: συγγραφοφύλαξ Capitals: ΣΥΓΓΡΑΦΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: syngraphophýlax Transliteration B: syngraphophylax Transliteration C: syggrafofylaks Beta Code: suggrafofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, keeper of bonds or contracts, PHib. 1.84 (a).14, al. (iv/iii B.C.), PCair.Zen.265.7 (iii B.C.), OGI120 (Naukratis, ii B.C.), etc.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
(στην Αίγυπτο) υπάλληλος αρμόδιος για τη φύλαξη συμβολαίων και άλλων εγγράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «έγγραφο, συμβόλαιο» / φύλαξ (πρβλ. σκευοφύλαξ)].