πολυπαίπαλος

Revision as of 21:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A exceeding crafty, Φοίνικες Od.15.419, cf. Opp. H.3.41. II = πεποικιλμένος, αἰθήρ Call.Fr.anon.225.

German (Pape)

[Seite 668] sehr verschlagen, listig; von den Phöniciern, Od. 15, 419, wie πολύτροπος. Vgl. παιπαλόεις.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπαίπᾰλος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν πανοῦργος, Ὀδ. Ο. 419· ἴδε παιπάλημα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très rusé.
Étymologie: πολύς, παίπαλος.

English (Autenrieth)

(παιπάλη, ‘fine meal’): very artful, sly, Od. 15.419†.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τους Φαίακες) πολύ πανούργος
2. (για τον αιθέρα) πολύ στολισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -παίπαλος (< παιπάλη με τη μτφ. σημ. «σόφισμα, πανουργία», πρβλ. παιπάλημα, παιπάλιμος), βλ. λ. παιπάλη.

Greek Monotonic

πολῠπαίπᾰλος: -ον, εξαιρετικά πανούργος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πολυπαίπᾰλος: хитроумнейший (Φοίνικες Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπαίπαλος -ον [πολύς, παιπάλη] zeer gewiekst.

Middle Liddell

πολῠ-παίπᾰλος, ον,
exceeding crafty, Od.