τσιμπλιάρης

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει τσίμπλες στα μάτια του
2. το ουδ. ως ουσ. το τσιμπλιάρικο
(με υποτιμητ. σημ.) ανήλικο, ανώριμο παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωρ-ιάρης)].