κανηφορικός

From LSJ
Revision as of 10:36, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνηφορικός Medium diacritics: κανηφορικός Low diacritics: κανηφορικός Capitals: ΚΑΝΗΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: kanēphorikós Transliteration B: kanēphorikos Transliteration C: kaniforikos Beta Code: kanhforiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of the Κανηφόροι, κόσμος IG 22.333c10.

Greek (Liddell-Scott)

κανηφορικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κανηφόρον, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν CIA.I. 152.

Greek Monolingual

κανηφορικός, -ή, -όν (Α) κανηφόρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κανηφόρο.