ἐπιλιμνάζω

From LSJ
Revision as of 23:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

German (Pape)

[Seite 958] einen See bilden durch Überschwemmung, πεδία ἐπιλελιμνασμένα χειμάῤῥοις, überschwemmt, Plut. Caes. 25.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. ἐπιλελιμνασμένος;
former un marais en couvrant d’eaux stagnantes.
Étymologie: ἐπί, λιμνάζω.

Greek Monolingual

ἐπιλιμνάζω (AM) λιμνάζω
κατακλύζω, παρέχω πλουσιοπάροχα («[[[Χριστός]]] πάντων ἀγαθῶν ἐκ τοῡ οἰκείου πληρώματος τοῑς πᾱσιν ἐπιλιμνάζων»).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλιμνάζω: затоплять, наводнять, заболачивать (πεδία χειμάρροις ἐπιλελιμνασμένα Plut.).