ἀκέντριστος

From LSJ
Revision as of 16:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέντριστος Medium diacritics: ἀκέντριστος Low diacritics: ακέντριστος Capitals: ΑΚΕΝΤΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akéntristos Transliteration B: akentristos Transliteration C: akentristos Beta Code: a)ke/ntristos

English (LSJ)

ον, = foreg. 1, Hsch., EM432.11. -ρος, ον, A stingless, κηφῆνες Pl.R.552c, 564b; without spur, of a cock, Clyt.1; without thorns, βάτος Ph.2.91. 2 not responding to the spur, of horses, Hippiatr.105: metaph., of style, pointless, Longin.21.2. II not occupying a cardinal point, Man. 5.108, Vett. Val.89.30.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέντριστος: -ον, = ἀκέντητος, Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ον
no aguijado, no domeñado Hsch.η 295, EM 432.11G.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέντριστος, -ον) κεντρίζω
1. αυτός που δεν είναι κεντρωμένος, ο αμπόλιαστος (αποδίδεται σε δέντρα)
2. όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, τρύπημα με αιχμηρό όργανο
3. εκείνος που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.