Μολοσσικός
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du pays des Molosses.
Étymologie: Μολοσσός.
Russian (Dvoretsky)
Μολοσσικός: атт. Μολοττικός 3 молосский: οἱ Μολοττικοί (sc. κύνες) Arph. молосские собаки (славившиеся как охотничья порода).