διεισδύω
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
(Α διεισδύω και διεισδύνω) εισδύω
εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας το
νεοελλ.
1. κρύβομαι, τρυπώνω
2. εμβαθύνω.