μνωόμενος

From LSJ
Revision as of 00:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source

Greek (Liddell-Scott)

μνωόμενος: μνώοντο, ἴδε ἐν λέξ. μνάομαι.

French (Bailly abrégé)

part. prés. épq. de μνάομαι.

English (Autenrieth)

see μιμνήσκω.

Greek Monotonic

μνωόμενος: Επικ. αντί μνώμενος, μτχ. του μνάομαι· μνώοντο, αντί ἐμνῶντο.

Russian (Dvoretsky)

μνωόμενος: эп. part. к μνάομαι I.