κίβος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

German (Pape)

[Seite 1436] = κιβώτιον, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κίβος: ὁ, ἐνεός, Ἡσύχ., κατὰ δὲ Σουΐδ. «κίβος, κιβωτός».

Greek Monolingual

κίβος, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «κιβωτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως πρόκειται για αντίστροφο παρ. του κιβωτός ή για μεταπλασμό του κατ' επίδραση του λατ. cibus].