τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires
ἥσατο: ἴδε ἐν λ. ἥδομαι.
3ᵉ sg. ao. de ἥδομαι.
see ἥδομαι.
ἥσατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ του ἥδομαι.
ἥσατο: эп. (= ἥσθη) 3 л. sing. aor. med. к ἥδω.