σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
épq. c. στῇ, 3ᵉ sg. sbj. ao.2 de ἵστημι.
στήῃ: эп. (= στῇ) 3 л. sing. aor. 2 conjct. к ἵστημι.