σεῦα

From LSJ
Revision as of 03:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek (Liddell-Scott)

σεῦα: σεῦμα, ἴδε ἐν λ. σεύω, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ao. épq. de σεύω.

English (Autenrieth)

see σεύω.

Greek Monotonic

σεῦα: Επικ. αόρ. αʹ του σεύω· -σεῦται αντί σεύεται.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεῦα ep. aor. van σεύω.

Russian (Dvoretsky)

σεῦα: эп. (= ἔσσευα) aor. к σεύω.