ποτιφθέγγομαι

From LSJ
Revision as of 02:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσφθέγγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + φθέγγομαι.

Russian (Dvoretsky)

ποτιφθέγγομαι: дор. Anth. = προσφθέγγομαι.