Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατολισθαίνω

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247

German (Pape)

[Seite 1403] oder richtiger κατολισθάνω (s. ὀλισθαίνω), hinunter-, hineingleiten, verfallen, versinken; Strab. IV, 204 u. a. Sp., wie Luc. u. Ael.; aor. κατόλισθε Ap. Rh. 1, 390; κατώλισθον VLL.; κατωλίσθησα, εἰς ἔρωτα, Alciphr. 3, 64; Clem. Al.

Greek Monolingual

(ΑΜ κατολισθαίνω, Α και κατολισθάνω)
γλιστρώ προς τα κάτω, κατέρχομαι γλιστρώντας («οὐδ' αἱ κατολισθάνουσαι πλάκες τῶν κρυστάλλων ἄνωθεν ἐξαίσιοι», Στράβ.)
μσν.-αρχ.
περιπίπτω, καταντώ («κατολισθαίνειν εἰς πλοκάμους γυναικείους», Κλήμ.)
αρχ.
(για κτήριο) καταρρέω, γκρεμίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀλισθαίνω «γλιστρώ»].