θυγατριδέος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
French (Bailly abrégé)
-οῦς, έου-οῦ (ὁ) :
fils de la fille, petit-fils.
Étymologie: θυγάτηρ.
Russian (Dvoretsky)
θῠγατρῐδέος: стяж. θῠγατρῐδοῦς ὁ сын дочери, внук (по женской линии) Her., Isae., Arst.