ματρόθεν

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

English (Slater)

μᾱτρόθεν
   1 on their mothers' side τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας (sc. εὔχονται) (O. 7.24) ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός (P. 2.48) καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (I. 3.17)

Greek Monolingual

ματρόθεν (Α)
επίρρ. βλ. μητρόθεν.