μητρόθεν

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρόθεν Medium diacritics: μητρόθεν Low diacritics: μητρόθεν Capitals: ΜΗΤΡΟΘΕΝ
Transliteration A: mētróthen Transliteration B: mētrothen Transliteration C: mitrothen Beta Code: mhtro/qen

English (LSJ)

Dor. ματρόθεν (also μητρόθε Pi.I.3.17), Adv., (μήτηρ)
A from the mother, by the mother's side, Id.O.7.24; καταλέξει ἑωυτὸν μ. Hdt. 1.173, cf. PMag.Par.1.316; τὰ μ. Κρῆσσα Hdt.7.99.
2 from one's mother, μ. δεδεγμένη A.Ch.750, cf. Ar.Ach.478.
3 from one's mother's womb, φυγόντα μ. σκότον A.Th.664, cf. Ch.607 (lyr.): with the force of a gen., ἦ ματρόθεν… λέκτρ' ἐπλήσω; S.OC527 (lyr.).—Poet. word, used by Hdt., and in later Prose, Luc.Tox.51, Alex.11, Arch.Pap.2.444 (ii A.D.), D.C.49.23.

German (Pape)

[Seite 179] von der Mutter her, von Mutterseite; ματρόθεν Ἀστυδαμείας, Pind. Ol. 7, 24; τὰ μα τρόθεν, P. 2, 28; ὃν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη, Aesch. Ch. 739; φυγόντα μητρόθεν σκότον, Spt. 646; ἦ μητρόθεν δυσώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω, Soph. O. C. 531; Eur. Ion 672; Ar. Ach. 454; καταλέξει ἑωυτὸν μητρόθεν, Her. 1, 173; Sp., wie Luc. Alex. 11.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de la mère, du côté de la mère;
2 du sein de sa mère;
3 de la main de sa mère.
Étymologie: μήτηρ, -θεν.

Greek (Liddell-Scott)

μητρόθεν: Δωρ. μᾱτρ-, ἐπίρρ. (μήτηρ) ἐκ μητρὸς, πρὸς μητρός, Πινδ. Ο. 7. 41· καταλέξει ἑαυτὸν μ. Ἡρόδ. 1. 173· οὕτω, τὰ μ. ὁ αὐτ. 7. 99. 2) ἐξ αὐτῆς τῆς μητρός, ἐκ χειρὸς τῆς μητρός, μητρ. δεδεγμένη Αἰσχύλ. Χο. 750, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 478. 3) ἐκ κοιλίας μητρός, μητρ. φυγὼν σκότον Αἰσχύλ. Θήβ. 664, πρβλ. Χο. 670. 4) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 527, ἦ ματρόθεν... λέκτρ’ ἐπλήσω; εἶναι μικρόν τι πλέον τῆς γεν. - Λέξις ποιητ. ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, ὡς Λουκ. Τίμ. 51.

Greek Monolingual

μητρόθεν, δωρ. τ. ματρόθεν)
1. επίρρ. από την πλευρά της μητέρας («ματρόθεν Ἀστυδάμειας», Πίνδ.)
2. από τήν ίδια τη μητέρα ή από το μητρικό χέρι («ὅν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη», Αισχύλ.)
3. από την κοιλιά ή από τα σπλάγχνα της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + επιρρμ. κατάλ. -θεν, κατά το πατρό-θεν].

Greek Monotonic

μητρόθεν: (μήτηρ), Δωρ. μᾱτρ-, επίρρ.:
1. από τη μητέρα, από την πλευρά της μητέρας, σε Ηρόδ., Πίνδ.
2. από τη μητέρα κάποιου, από τα χέρια της μητέρας κάποιου, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
3. από τη μήτρα της μάνας κάποιου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μήτηρ
1. from the mother, by the mother's side, Hdt., Pind.
2. from one's mother, from one's mother's hand, Aesch., Ar.
3. from one's mother's womb, Aesch.

English (Woodhouse)

from a mother, of a mother

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)