μαραθωνομάχος

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270

Greek Monolingual

ο (Α μαραθωνομάχος και μαραθωνομάχης)
1. πολεμιστής που μετείχε στη μάχη εναντίον τών Περσών στον Μαραθώνα
2. (παροιμιωδώς) γενναίος πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μαραθώνας + -μάχος (< μάχομαι)].