ἰδιοσυγκρισία

From LSJ
Revision as of 21:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

German (Pape)

[Seite 1237] ἡ, eigenthümliche Zusammensetzung, Sext. Emp. pyrrh. 1, 79 u. a. Sp.

Greek Monolingual

ἰδιοσυγκρισία, ἡ (Α) ιδιοσύγκριτος
η ιδιοσυγκρασία.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιοσυγκρῐσία: ἡ своеобразие, (индивидуальная) особенность: διαφέρομεν ἀλλήλων κατὰ σῶμα ταῖς τε μορφαῖς καὶ ταῖς ἰδιοσυγκρισίαις Sext. мы отличаемся друг от друга физически, по виду и по индивидуальным особенностям.