μελίγαρυς

From LSJ
Revision as of 08:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

German (Pape)

[Seite 122] dor. = μελίγηρυς, w. m. s.

English (Slater)

μελῐγᾱρυς
   1 sweet voiced μελιγάρυες ὕμνοι (O. 11.4), (P. 3.64) μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι (N. 3.4) μελιγάρυας ὕμνους (I. 2.3) κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ (Pae. 5.47)

Russian (Dvoretsky)

μελίγᾱρυς: υος adj. дор. = μελίγηρυς.