κούνημα

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το κουνώ
1. λίκνισμα, σάλεμα
2. αιώρηση, ταλάντευση
3. τράνταγμα, κλονισμός
4. νεύμα
5. στον πληθ. τα κουνήματα
θηλυπρεπείς κινήσεις, ακκισμοί, καμώματα, νάζια.