ταλάντευση

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

η / ταλάντευσις, -εύσεως, ΝΜ ταλαντεύω
διαδοχική κίνηση προς αντίθετη φορά, αιώρηση
νεοελλ.
1. μτφ. δισταγμός, αμφίρροπη στάση
2. στον πληθ. οι ταλαντεύσεις
(παλαιός όρος) οι ταλαντώσεις.