τράνταγμα
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
και τράντασμα το, Ν τραντάζω
1. βίαιη δόνηση, απότομος κλονισμός, κραδασμός
2. βίαιη κατάρριψη, γκρέμισμα
3. μτφ. ψυχικός κλονισμός.