ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
ναυηγός: ναυηγέω, ναυηγία, κτλ., Ἰων. ἀντὶ ναυαγ-.
ion. c. ναυαγός.
ναυηγός, ὁ (Α)ιων. τ. βλ. ναυαγός.
ναυηγός: ναυηγέω, ναυηγία κ.λπ., Ιων. αντί ναυαγ-.