ὑπέργηρος

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

German (Pape)

[Seite 1193] = Folgdm, Luc. Demon. 63, v. l.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέργηρως, -ων, ΝΜΑ
ο πάρα πολύ γέρος, αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική ηλικία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέργηρων
τα βαθιά γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + -γηρος (< γῆρας), πρβλ. -γήρως / -γηρος, προ-γήρως.