ἐπιπροέμεν
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
French (Bailly abrégé)
inf. ao. poét. de ἐπιπροΐημι.
English (Autenrieth)
see ἐπιπροΐημι.
Greek Monotonic
ἐπιπροέμεν: Επικ. αντί -προεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του ἐπιπροΐημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπροέμεν: эп. inf. aor. к ἐπιπροΐημι.