ἐπιπροέμεν
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
v. ἐπιπροΐημι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. poét. de ἐπιπροΐημι.
English (Autenrieth)
see ἐπιπροΐημι.
Greek Monotonic
ἐπιπροέμεν: Επικ. αντί -προεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του ἐπιπροΐημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπροέμεν: эп. inf. aor. к ἐπιπροΐημι.