μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.
κοιλισκωτός, -ή, -όν (Α)κοίλος («ἐκκοπεύς κοιλισκωτός», Παύλ. Αιγ.)·[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλίσκος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκαθ-ωτός, θολ-ωτός)].