Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καστόρειος

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

German (Pape)

[Seite 1333] vom Biber. S. auch nom. pr. unter Κάστωρ.

Greek Monolingual

καστόρειος, -ον (Α) Κάστωρ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάστορα γιο του Διός και της Λήδας, αδελφό του Πολυδεύκη
2. φρ. α) «τὸ καστόρειον μέλος» — ή «ὁ καστόρειος ὕμνος» — πολεμικό άσμα τών Λακεδαιμονίων που το έψαλλαν με συνοδεία αυλού για να υμνήσουν νίκες σε ιπποδρομίες ή σε αρματοδρομίες ή όταν επρόκειτο να συνάψουν μάχη.