μαραθωνομάχης

From LSJ
Revision as of 23:43, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ancien combattant de Marathon ; brave guerrier.
Étymologie: Μαραθών, μάχομαι.

Greek Monolingual

μαραθωνομάχης, ὁ (Α)
βλ. μαραθωνομάχος.

Russian (Dvoretsky)

μᾰραθωνομάχης: ου и μᾰρᾰθωνο-μάχος (ᾰχ) ὁ марафонский воин, т. е. храбрый боец Arph., Diog. L.