ἰσθμιάζω
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
German (Pape)
[Seite 1263] eigtl. die isthmischen Spiele feiern, übertr., weil ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρὸς ἐπίνοσος war, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων, VLL.; aber bei Phot. auch καταπίνεται erkl., von ἰσθμός, also durch die Gurgel jagen.
Greek Monolingual
ἰσθμιάζω (Α)
1. παρακολουθώ τους Ισθμικούς αγώνες
2. πίνω, καταπίνω («ἰσθμιάζει
καταπίνεται
ἰσθμὸς γὰρ ὁ τράχηλος», Φώτ.)
3. (κατά το λεξικό Σούδα και τον Ησύχ.) «ἱσθμιάζειν, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων
ἐπίνοσος γὰρ ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρός» — χρησιμοποιούσαν δηλ. το ρ. παροιμιωδώς με τη σημασία του είμαι άρρωστος, ασθενώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴσθμια. Η λ. απαντά μόνο στον Ησύχιο και στο λεξικό Σούδα. Το ρ. με τη σημ. με την οποία απαντά στον Φώτιο προέρχεται από το ουσ. ἰσθμός με σημ. «λαιμός»].