ασθενώ

From LSJ

ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things

Source

Greek Monolingual

(I)
(AM ἀσθενῶ, -έω) ασθενής
1. είμαι ασθενικός, αδύνατος
2. είμαι άρρωστος
αρχ.
1. είμαι άπορος
2. (για την ημέρα) γέρνω, τελειώνω («ἠσθένησεν ἡ ἡμέρα εἰς τὴν ἑσπέραν», ΠΔ).
(II)
ἀσθενῶ (-όω) (Α) ασθενής
εξασθενώ κάποιον, τον κάνω ανίσχυρο.