καπητόν

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source

German (Pape)

[Seite 1323] τό (vgl. κάπη), Viehfutter, Hesych.; vgl. capitum, Ammian. Marcell. 22, 4 u. unten καπίστριον.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰπητόν: τό, (κάπη) τροφή ζῴων, παρὰ τῷ μεταγενεστέρῳ Λατινισμῷ capitum, Ἡσυχ.

Greek Monolingual

καπητόν, τὸ (AM) κάπη
μσν.
καλάθι κατασκευασμένο από λυγαριά
αρχ.
τροφή ζώων.