ἀλακάτα

From LSJ
Revision as of 15:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Λέοντι κρεῖττον ἢ γυναικὶ συμβιοῦν → Melius leonis feminae commercio → Mit einer Löwin lebt's sich besser als einer Frau

Menander, Monostichoi, 327

German (Pape)

[Seite 88] dor. für ἠλακάτη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλακάτα: ἡ Δωρ. ἀντὶ ἠλακάτη.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἠλακάτη.

Spanish (DGE)

v. ἠλακάτη.

Greek Monolingual

ἀλακάτα, η (Α)
δωρ. τ. αντί του ἠλακάτη
στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο ἀλακάτεια.

Greek Monotonic

ἀλακάτα: ἡ, Δωρ. αντί ἠλακάτη.

Russian (Dvoretsky)

ἀλακάτα: ἡ дор. = ἠλακάτη.