βακχευτικός
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
German (Pape)
[Seite 427] bacchantisch, Arist. pol. 8, 7, 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin aux fureurs bachiques.
Étymologie: βακχεύω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
predispuesto al delirio, báquico βακχευτικὸν μέθη ποιεῖ Arist.Pol.1342b26.
Greek Monolingual
βακχευτικός, -ή, -όν (Α) βακχεύω
όποιος επιδίδεται σε διονυσιακά όργια.
Russian (Dvoretsky)
βακχευτικός: Arst. = βακχεύσιμος.