Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
νᾱνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ νᾶνος, πλαγγών, «κοῦκλα»· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς κύρ. ὄνομα θηλ.
νανίον, τὸ (Α) νάνος
υποκορ. του νάνος.