νανίον

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek (Liddell-Scott)

νᾱνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ νᾶνος, πλαγγών, «κοῦκλα»· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς κύρ. ὄνομα θηλ.

Greek Monolingual

νανίον, τὸ (Α) νάνος
υποκορ. του νάνος.