πρωτογόνος

From LSJ
Revision as of 14:29, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοίtell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source

Greek Monolingual

-η, -ον, θηλ, και -ος, Α
1. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρωτογόνη
ονομασία της Περσεφόνης
2. το θηλ. ως ουσ.πρωτογόνος
αυτή που γεννάει για πρώτη φορά, πρωτόγεννη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παντο-γόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].