καλόθριξ

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

German (Pape)

[Seite 1312] τριχος, = καλλίθριξ, Hdn. epim. 16.

Greek (Liddell-Scott)

καλόθριξ: -τριχος, ὁ, ἡ, = καλλίθριξ, Ἡρῳδ. Ἐπιμερ. 166. κλ.

Greek Monolingual

καλόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
(αντί καλλίθριξ) αυτός που έχει ωραία κόμη ή χαίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + θρίξ, τριχός].