βαθύρρους
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
ion. βαθύρροος, οον;
au courant profond.
Étymologie: βαθύς, ῥέω.
English (Woodhouse)
(see also: βαθύρροος) deep-flowing