προὖπτος

From LSJ
Revision as of 03:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

German (Pape)

[Seite 795] zsgzgn statt πρόοπτος, z. B. Thuc. 5, 99. 111.

Greek (Liddell-Scott)

προὖπτος: -ον, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τοῦ πρόοπτος.

French (Bailly abrégé)

contr. att. de πρόοπτος.

Greek Monotonic

προὖπτος: -ον, συνηρ. αντί πρόοπτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προὖπτος zie πρόοπτος.

Russian (Dvoretsky)

προὖπτος: или προῦπτος 2 стяж. = πρόοπτος.