περίνους
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ
αυτός που έχει περίνοια, συνετός, μυαλωμένος, νουνεχής, σώφρων, προσεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -νους (< νόος, νοῦς)].
Russian (Dvoretsky)
περίνους: стяж. = περίνοος.