ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
μυόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει χρώμα ποντικού, τεφρόχρωμος, σταχτής, ποντικόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + χρόος / χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδό-χρους)].