κανθίς

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source

German (Pape)

[Seite 1321] ίδος, ἡ, dim. zum Folgdn, Hesych. erkl. ὀνίς, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κανθίς: -ίδος, ἡ, κόπρος ὄνου, «ὀνίς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κανθίς, -ίδος, ἡ (Α)
κοπριά όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κανθ- (κάνθ-ων, κανθ-ήλια), χωρίς να είναι όμως σαφής η ακριβής σχέση του μαζί τους].