εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
σκεπῐνός: -ή, -όν, = σκεπανός, Ἀρχιγέν. ἐν Coccli. Χειρουργ. σ. 118.
-ή, -όν, Αβλ. σκεπεινός.